- ὑπεροπεύς
- ὑπεροπ-εύς,A = ὑπερόπτης, and [suff] ὑπεροπ-εύει· ψεύδεται, ff.ll. for ἠπ- in Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεροπεύς — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «ὑπερόπτης» 2. «ψεύστης»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + θ. οπ (βλ. λ. ὄπωπα) + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek